λαοσσόος

λαοσσόος
(I)
λαοσσόος, -ον, θηλ. και λαοσσοοῡσα (Α)
1. αυτός που υποκινεί ή ξεσηκώνει τον λαό («ὦρτο δ' Ἔρις κρατερή λαοσσόος», Ομ. Ιλ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) το θηλ. λαοσσοοῡσα
προσωνυμία τής Αθηνάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαο-* + -σσόος (< σεύομαι «παρακινώ»), πρβλ. δημο-σσόος, κυνο-σσόος].
————————
(II)
λαοσσόος, -ον (Α)
αυτός που διασώζει τον λαό, τους ανθρώπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαο-* + -σσόος (< σόος, ιων. τ. τού επιθ. σῶος «σωτήριος, υγιής» (πρβλ. νηο-σσόος, τέκνο-σσόος). Τα σύνθ. αυτού τού τύπου πιθ. να σχηματίστηκαν υπό την επίδραση τών σύνθ. σε -σσόος < σεύομαι (πρβλ. λαο-σσόος (Ι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λαοσσόος — λᾱοσσόος , λαοσσόος rousing masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαο- — (AM λαο ) πρώτο συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής που σημαίνουν ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον λαό (λαοκρατία, λαόδικος) ή προς ωφέλεια τού λαού (λαοπόρος) ή αναφέρεται γενικότερα στον λαό (λαογράφος, λαοπλάνος,… …   Dictionary of Greek

  • λαοσσόον — λᾱοσσόον , λαοσσόος rousing masc/fem acc sg λᾱοσσόον , λαοσσόος rousing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Atenea — Saltar a navegación, búsqueda Atenea Partenos. Mármol griego firmado ANTIOCHOS, copia del siglo I del original de Fidias del siglo V que se erigió en la Acrópolis. En la mitología griega, Atenea o Atena (en ático …   Wikipedia Español

  • АФИНА ПАЛЛАДА —    • Παλλὰς Άθήνη,          Άθηναίη, Άθηνα̃, дочь сильного отца (Όβριμοπάτρη, Ноm. Od. 1, 101), Зевса, не имевшая матери. Гесиод (Hesiod. theog. 886 слл. ср. Hom. hymn. 28. ει̉ς Άθηνα̃ν) говорит, что она родилась из головы Зевса, после того как… …   Реальный словарь классических древностей

  • βοοσσόος — και βουσσόος, ον (Α) 1. (για τον οίστρο) αυτός που κεντρίζει τα βόδια 2. το αρσ. ως ουσ. ο οίστρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βους (βοός) + σόος < σεύω «θέτω σε γρήγορη κίνηση, καταδιώκω, κυνηγώ» (πρβλ. λαοσσόος, ιπποσσόος)] …   Dictionary of Greek

  • πυρίσσοος — ον, Α (με παθ. σημ.) αυτός που σώθηκε από τη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + σσοος (< σόος, ιων. τ. τού σῶος), πρβλ. λαοσσόος, παλίν σοος. Τα συνθ. αυτού τού τύπου έχουν σχηματιστεί κατ επίδραση τών συνθ. σε σσόος (< σεύω)] …   Dictionary of Greek

  • σεύω — Α 1. διώχνω 2. (κατ επέκτ.) κυνηγώ, θηρεύω 3. καταδιώκω («σεύοντ ἀγέλας βίᾳ», Βακχυλ.) 4. παρορμώ, ερεθίζω κάποιον εναντίον κάποιου άλλου («ὅτε πού τις θηρητὴρ κύνας... σεύῃ ἐπ ἀγροτέρῳ συΐ», Ομ. Ιλ.) 5. (με απρμφ.) προτρέπω, παρακινώ… …   Dictionary of Greek

  • λαοσσόα — λᾱοσσόα , λαοσσόος rousing neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαοσσόοι — λᾱοσσόοι , λαοσσόος rousing masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”